κατατεχνολογώ

κατατεχνολογώ
κατατεχνολογῶ, -έω (Α)
πραγματεύομαι, περιγράφω, εξηγώ κάτι σχολαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τεχνο-λογῶ «πραγματεύομαι συστηματικά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”